- μυρίαρχος
- μῡρῐ-αρχος, ὁ, = foreg., X.Cyr.3.3.11, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρίαρχος — μυρίαρχος, ὁ (Α) μυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ταξί αρχος] … Dictionary of Greek
μυρίαρχος — masc nom sg μῡρίαρχος , μυριάρχης commander of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριάρχοις — μυρίαρχος masc dat pl μῡριάρχοις , μυριάρχης commander of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριάρχους — μυρίαρχος masc acc pl μῡριάρχους , μυριάρχης commander of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριάρχων — μυρίαρχος masc gen pl μῡριάρχων , μυριάρχης commander of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίαρχοι — μυρίαρχος masc nom/voc pl μῡρίαρχοι , μυριάρχης commander of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek
μυριαρχία — μυριαρχία, ἡ (Α) [μυρίαρχος] στρατιά που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες … Dictionary of Greek